ΓΛΩΣΣΙΚΕΣ ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ της ΕΠΑΝΟΜΗΣ

Οι παρατηρήσεις και η συλλογή λέξεων είναι ερασιτεχνικές προσπάθειες και μπορεί, αρκετές απ' αυτές, να είναι λάθος διατυπωμένες.
Δεκτή κάθε παρατήρησή σας στο epanomh@yahoo.com.
----------------------------
πρόσφατα κυκλοφόρησε το το ιδιωματικό λεξιλόγιο της Επανομής, από τον κ. Θ. Παζαρά
----------------------------

ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΕΙΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΟΜΙΤΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ


• Το -ο- στη λήγουσα μετατρέπεται σε -ου- (όταν δεν τονίζεται)
• Επίσης το -ο- μέσα σε λέξη, γίνεται -ου-
π.χ. : κορίτσι=κουρίτσ(ι), ποδάρι=πουδάρ(ι). - λάχανου, δίφραγκου, ριγάλου, άλουγου κ.α.
• Το -ι- όταν είναι τελευταίο γράμμα και δεν τονίζεται, δεν προφέρεται
π.χ. : ψαλίδ(ι), κρουμίδ(ι), μαχαίρ(ι), τόπ(ι) κ.α.
• Αντί για το ουδέτερο άρθρο «το», υπάρχει το «του» -
π.χ. : του μουσκάρ(ι), του πιδούδ(ι), του πιγνίδ(ι) κ.α.
• Το υποκοριστικό -άκι, λέγεται -ούδ(ι) -
π.χ. : πιδάκι=πιδούδ(ι), αεροπλανάκι=αερουπλανούδ(ι)
• Ορισμένα φωνήεντα ή δίφθογγοι μεταξύ συμφώνων, παραλείπονται -
π.χ. : κουμάσι=κ’μάσ(ι), πουλί=π’λί, μουνί=μ’νί, βυζί=β’ζί, γουρούνα=γρούνα

-------------------------------------------------------

ΤΟΠΟΘΕΣΙΕΣ.
Αγιλαδάρ’κου
Αγκουρτσούδις
Αγιά Σουτήρα
Αϊ Σίδηρους
Αλλαταριές
Αλ’πότρυπις
Αλυκές
Αμμούδις
Αρβανίτ’κου μπγιάδι
Αχματζιαλή
Βαϊνά του μπγιάδ(ι)
Βούζια
Βρύσεις
Γιράν(ι)
Γκούμ
Ζαγόρ(ι) ντούμπα
Ζμπατιανά : Ζουναλιώτ’κα
Ίσιουμα
Καβακλή
Κακουσούλ(ι)
Καλαμούδια
Καμήλις
Κανόνια
Καραγκιόζ(η)γκρέμια
Καραϊάν(η)
Καραντζούλα του νιρό
Καστέλ(ι)
Καταρλάς
Κινούργιου μπγιάδ(ι)
Κλαδί Κόγιους
Κόκιν’(η) μπάρα
Κουβαρά λάκους
Κουκ’νόϊς
Κουκότα
Κουπάνα
Κουριλό
Κριτζιανά
Λιμόρ(ι)
Μαγαζιά
Μαλίνας μπγιάδ(ι)
Μάρμαρου
Μιρλιάδ’κα
Μισιακιά στράτα
Μισμιριανά
Μισμιριανή ντούμπα
Μιτόχι
Μπαγάτ(ι)
Μπαρούδα
Μπγιαδούδια
Μύτ’κας
Νιχόρι
Νιχουρίτ’κου
Ντουράκι
Ξινάδ’κα
Πάλιουρας
Παπαμόλα
Πάσκ
Πάτουμα
Πατράλι
Πέτρα
Πύργους
Σκάλα
Στινό
Στριβό
Τα Δυό του μπγιάδ(ι)
Τουπτσίδ’κα
Τρακλά
Τσιαϊρούδ(ι)
Τσιούλα αραμνιά
Φανάρ(ι)
Φουκάλια
Χατζήμπαλ(ι)
Χατζή σκαμνιά
Ψαρά
Τσ’ναδού του Μπγιάδ(Ι)

ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ
Άλτ
Βασιλιάς
Γκαβός
Γκαζγιές
Γκάντζα
Γκλίστρα
Γουρνούδα
Ζάλ(η)
Ζύμ(η)
Ινιάρα
Κατσιούλια
Κότσια
Κουκαλάκια
Κουπανούδα
Κουτσιούκ(ι)
Κυνηγητάκ(ι)
Μαντηλάκ(ι)
Μήλα
Μπαλάκ(ι)
Πόλιμους
Σκαλιστά
Σκαμνούδια
Στήσ’μου
Στόμπουλα
Τα κράτη
Τριάρα
Τριόλ(ι)
Τσιαταλίνα ματαλίνα
Τσιλίκ(ι)
Τσιλίκα Τσιουμάκα
Φουτουγραφούδις
Χάσκας
Ψαλίθρα

ΓΕΩΡΓΙΚΑ & ΟΙΚΙΑΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ
Αδουκάνι :
Αδράχτ(ι) :
Άλ(ι)μα : Γράσο για το κάρο
Αλιτρούδ(ι) : Αλέτρι για σπορά
Ανηδότ’ς : Σιδερένιο δίχαλο σε στυλιάρι, για ανέβασμα δεματιών στο κάρο
Αραμπάς : Βοϊδάμαξα
Γκλόστρης :
Γνί : Υνί
Δικράν(ι) : Δίχαλο ξύλινο
Διρμόνι : Μεγάλο κόσκινο
Ζαγκότσ(ι) : Ξύλινο γεωργικό εργαλείο που δένουν τα Δεμάτια
Ζεύλα : Σιδερένια βέργα του ζυγού για να κρατάει το κεφάλι του ζώου
Ζντράβλιστρου : Σιδερένια βέργα με υγρό πανί στην άκρη για το σκούπισμα του φούρνου απ’ τη στάχτη, πριν μπεί το ψωμί ή το φαγητό για ψήσιμο.
Ίγγλα : Ταινία δερμάτινη που συγκρατεί τη σέλλα
Καπίστρι : Χαλινάρι
Καρουτσούδ(ι) : Χειροκάροτσο
Καρπουλόι : Ξύλινο γεωργικό εργαλείο με 4 χαχάλια
Κιφαλαριά : Μάσκα από ιμάντες με παρωπίδες και χαλινάρια
Κλημιά : Ξύλο για φόρτωμα και ζύγισμα
Κούκδας : Το βαρίδιο του κανταριού
Κουρμπάτσ(ι) : Καμουτσίκι, μαστίγιο
Κουφίν(ι) : Πλεχτή καλάθα για μεταφορές
Λιμαριά : Περιλαίμιο του αλόγου
Μπαμπακουτσάπ(η) : Τσάπα για σκάλισμα και για άνοιγμα αυλακιών
Μπλάστρης : Ξύλινος κύλινδρος για άνοιγμα φύλλων πίτας
Μπλούχους : Σιδερένιο αλέτρι για όργωμα
Μπρουσνιέλα : Χάμουρο
Ντισγκίνια : Χαλινάρια, ηνία
Ξυάλ(η) : Ξυστρί του αλετριού
Ξυλαμίδ(ι) : Ξύλινο εργαλείο για μάζεμα των σπόρων απ’ το αλώνι
Παλαμαριά : Ξύλινο προστατευτικό για θέρισμα
Πάνα : Πανί που καθάριζαν το φούρνο απ’ τη στάχτη
Πατόζα : Γεωργικό μηχάνημα για αλωνισμό
Πιλουκάδ(ι) :
Πισνιέλα : Χάμουρο
Πιρουστιά : Τρίγωνη βάση στη φωτιά για να βάζουν πάνω το καζάνι
Πυκνάδα : Κόσκινο από σίτα για κοσκίνισμα αλευριού
Πυργέλ(ι) : Διαβήτης (γεωμετρικός)
Ρουδάν(η) : Εργαλείο που τυλίγεις το νήμα από την ανέμη στα μασούρια
Σβάρνα : Γεωργικό εργαλείο που σπάνει τους σβώλους
Σκιπάρι : Σκεπάρνι
Σταβάρ(ι) : Η βάση του αλετριού
Στινουτσάπ(ι) : Κασμάς
Στ’μόν(ι) :
Τλιγάδ(ι) : Εργαλείο για το μάζεμα της κλωστής
Τρισκιέλ(ι) : Ξύλινη σκάλα με τρίτο πόδι για κόντρα
Ταγάρ(ι) : Ξύλινο δοχείο που χωρούσε 12,5 οκάδες στάρι
Τζιτζγκίνια : Ηνία, γκέμια
Τιγκίλ(ι) : Άξονας κάρου
Τσαγκαρτσούλι : Μυτερό εργαλείο με ξύλινη λαβή
Τσατμάς : Ζώα Δεμένα το ένα δίπλα στο άλλο που τρέχουν στο αλώνι
Τσικούρ(ι) : Τσεκούρι για σχίσιμο ξύλων
Τσιουκάνι : Σφυρί
Φκέλι : Σιδερένιο εργαλείο με δύο χαχάλια για εκχέρσωμα
Φκέντρι : Βουκέντρα
Φκιάρ(ι) : Φτυάρι ξύλινο ή σιδερένιο
Φραγκόφκυαρο : Ξύλινο φτυάρι για φούρνισμα των ψωμιών
Χάμαρα : Τα χάμουρα του αλόγου
Χειρόμ’λα : Εργαλεία αλέσματος σπόρων

ΑΝΤΡΙΚΗ ΦΟΡΕΣΙΑ
Βρακουζούνα : Ζώνη βαμβακερή τρίδιπλη που έδεναν το βρακί στη μέση
Βρακουπόδια : Λωρίδες απ’ το βρακί που έδεναν τις κάλτσες
Γαλαζουβράκ(ι) : Βρακί γαλάζιο βαμβακερό ως τους αστραγάλους
Ζ’νάρ(ι) : Μακρύ ζωνάρι ως δύο μέτρα
Καπέλου : Καπέλο εργασίας από καλάμια
Κουπαράν(ι) : Πανωφόρι υφαντό
Μπατίστα : Μαντίλι ουρανί χρώματος συνήθως
Ντουλαμάς : Πανωφόρι ριχτό στον ώμο
Πατατούκα : Παλτό
Π’κάμ’σου : Μακρύ υφαντό ως τα γόνατα
Σιρβέτα : Μαντίλι συνήθως μαύρο για προστασία από τον ήλιο
Σκουφούνια : Πλεγμένα με μαλλί μαύρο
Τζιαμαντάν(ι), Αντηρί , Αλατζάς : Κάτι σαν γιλέκο και πουκάμισο μαζί
Τσαρούχια : Παπούτσια φτιαγμένα από δέρμα γουρουνιού ή βοδιού
Τσιαξίρ(ι) : Παντελόνι χοντρό μάλλινο μαύρο και φαρδύ
Φανέλα : Υφαμένη με μαλλί με μακρυά μανίκια
Φέσ(ι) : Χωρίς φούντα για τους γέρους, με κόκκινη φούντα για νέους

ΓΥΝΑΙΚΙΑ ΦΟΡΕΣΙΑ
Γούνα : Μαύρο τσόχινο παλτό με γούνα
Κουντουγούν(ι) : Γούνα κοντή με δέρμα στο γιακά
Κουρδέλις : Μάλλινες βαμβακερές στο κεφάλι ή στις κοτσίδες
Κρέπ(ι) : Μάλλινο με κρόσια μαντίλι για τις παντρεμένες
Λαχούρ(ι) : Μαύρο μαντίλι
Μαν’κιά : Μαθητική ποδιά
Νταρντ’μάδις : Μαντήλα άσπρη βαμβακερή για τις ηλικιωμένες
Ντραντάδις : Κορδέλες
Π’κάμ’σου : Χοντρό μάλλινο ή βαμβακερό μακρύ κάτω απ΄το γόνατο
Σκουφούνια : Χοντρές άσπρες κάλτσες πλεγμένες στο χέρι
Τλουπάν(ι) : Άσπρο βαμβακερό καλοκαιρινό μαντίλι
Φακιόλ(ι) : Καφέ συνήθως μαντίλι για τις νεόνυμφες
Φανέλα : Μάλλινη υφαντή στον αργαλειό
Φέσ(ι) : Μικρό φέσι κάτω απ το μαντίλι
Φούστα : Μάλλινη με κεντητή μπορντούρα & ποδιά χοντρή μάλλινη υφασμένη
Φ’στάν(ι) : Μακρύ ως τον αστράγαλο μάλλινο ή βαμβακερό

ΛΕΞΕΙΣ
---------------------------------------------------------- Α.
Αβγιούμι : Αφηγούμαι, διηγούμαι
Αβντάλ’ς :
Αγκαίους : Τουαλέτα, W.C.
Άγκανου : Άγανο
Αγκιό : Δοχείο
Αγκουρτσιά : Άγριο δέντρο
Άγλιμα : Γλύψιμο Αγλίφιτι : Γλείφεται
Αδειά : Βιασύνη Αδειά στν’ αδειά
Αδιάζουμι : Βιάζομαι
Αδιάσμους : Μυρωδικό χορταρικό
Αϊτός : Χαρταετός
Άκλουθου : Ομφάλιος λώρος
Ακόλα : Κόλλα χαρτί & κόλλα
Αλισβιρίσ(ι) : Δοσοληψία
Αλμπίζουμι : Λιμπίζομαι, τρέχουν τα σάλια μου
Αμασκάλ(η) : Μασχάλη
Αμάχ(η) : Έχθρα
Ανάκαρα : Δυνάμεις, αντοχή
Ανάμ(ι) : Αξέχαστο, ανάμνηση
Αναμούρα : Έξαψη
Ανάπουδου : Ενάντιο σ’όλα
Άναυλα : Ξαφνικά,
Ανιέδρανι (μ’) : Με τίναξε
Ανικούκουρδα : Οκλαδόν
Ανιόκουπου : Ανεπρόκοπο
Ανιτάζου : Καταριέμαι, παραπονιέμαι (ανιέταγμα)
Αντιλουϊέμι : Αντιλέγω, απαντώ
Άντιρου : Έντερο
Αντέτια : Έθιμα
Αντζιάκ : Ακριβώς
Αντράλα : Ζαλάδα (αντραλίζουμι)
Ανώ(ι) : Πρώτος όροφος
Ανουγούδ(ι) : Υποκοριστικό του ανωγιού
Αξαμώνου : Επιχειρώ
Απκάζου : Παίρνω είδηση, ξυπνώ
Απουλνώ : Αφήνω ελεύθερο
Απουσταίνου : Κουράζομαι (απόστασα)
Απουλουϊέμι : Απολογούμαι
Απόστους : Απάγγειο, μέρος που δεν φυσάει
Αράδα : Σειρά, γραμμή
Αραδίζου : Ψάχνω Μ’ αράδ’ζαν
Αρέ : Αγενής προσφώνηση
Αραμνιά : Χαμηλό δέντρο γεμάτο αγκάθια
Αρίτσιους : Σκαντζόχοιρος
Αρμινούδια : Χαμομήλια
Αρναούτ’ς : Βάρβαρος, ακοινώνητος
Αρνίθα : Κότα
Αρτηρμάς : Δημοπρασία
Αρτσιώνου : Θυμώνω, σηκώνεται η τρίχα μου
Αρχινώ : Αρχίζω
Ασκιένουμι : Σιχαίνομαι Ασκάθ’κα : Σιχάθηκα
Αστουχώ : Ξεχνώ Αστόησα : Ξέχασα
Αστριχιά : Το γείσωμα της στεγης
Αστρέχα : Κάτω απ’ την αστριχιά, στουν απόστου
Ατσκιά : Λουλούδι (Ατσ’κούδις)
Αυγουλουγώ : Έλεγχος της κότας αν έχει αυγό ή οχι
Αφηρέθκα : Ξεχάστηκα
Αφριά : Αφρός
Αφκριούμι : Αφουγκράζομαι
Αχούρι : Σταύλος
Αχαλές : Τουαλέτα, W.C.
---------------------------------------------------------- Β.
Βάζιου : Γυάλινο δοχείο κρασιού ή ρακιού με επένδυση λυγαριάς
Βαζιούδ(ι) : Μκρό λαγήνι
Βαϊζου : Γέρνω
Βαλαντώνου : Ανησυχώ, αναστατώνομαι
Βαλτακώνου : Χώνομαι στη λάσπη
Βανταλαλώ : Κάνω φασαρία
Βακούφκους : Άγονος, εγκαταλελειμμένος
Βάσκου : Βάζω
Βατσ’νιά : Χαμηλό δέντρο γεμάτο αγκάθια
Βζί : Βυζί
Βίγκλα : Παρατηρητήριο
Βίζιτα : Επίσκεψη
Βιριάν’κου : Έρημο, εγκαταλελειμμένο
Βιριάν’ς :
Βλουϊμένου : (Προσφώνηση)
Βντάν(ι) : Φυντάνι
Βούργια : Κουβάς
Βουρλίζουμι : Γυρνώ γύρω - γύρω, δεν ξέρω τι να κάνω
---------------------------------------------------------- Γ.
Γαϊδουρουγκλιστιά : Έκταση όση και το μέρος που είναι δεμένο ένα γαϊδούρι
Γανάδα : Τυράννια Γανιάζου : Τυραννιέμαι
Γαστέρα : Μπουκάλι
Γιάλνοι : Οι άλλοι, γιάλους, γιάλ(η)
Γιαμιά : Αμέσως
Γιαμπάν’ς : Άξεστος, ασυγκίνητος
Γίνκι : Έγινε
Γιόμα : Μεσημέρι
Γιουρντάν(ι) : Περιδέραιο
Γιουφτόσουγου :
Γιούφτσα : Γύφτισσα
Γιράν’σι : Αναποδογύρισε
Γιρουντώ : Ορμώ, επιτίθεμαι Γιρούντ’μα = Επίθεση
Γκαβανόζα : Σκεύος, κατσαρόλα
Γκαβός : Τυφλός
Γκαζγιές : Μπίλιες
Γκαζντουνικές : Τενεκές
Γκαϊλές : Στενοχώρια (γκαϊλέ που τραβάς)
Γκαλιμανίτ’κα : Πονηριές, μαλαγανιές
Γκαλιουρίζου : Ίσα ίσα που βλέπω
Γκάντζα : Κυλινδρικό στεφάνι (παιδικό παιχνίδι)
Γκανταλίζουμι : Γαργαλιέμαι
Γκαρλίκα : Ξύλο μακρύ του βοσκού
Γκαστριά : Εγκυμοσύνη
Γκαστρουμέν(η) : Έγκυος
Γκατζαρός : Κατσαρομάλλης
Γκατζόγρουνου : Γουρούνι
Γκατζόλα : Γαϊδούρα
Γκ’βανώ : Κουβαλάω
Γκβάρα : Μαζεμένα κουβάρι
Γκβίδ’ : Πολύ μικροκαμωμένο
Γκδούν(ι) : Κουδούνι
Γκιούμ(ι) : Δοχείο για γάλα
Γκιουρέν(ι) : Χωράφι με ιδιόρυθμο χώμα (άγονο)
Γκιώνουμι : Τσιγκλάω, προκαλώ Μι γκιώθκι
Γκλαβανί :
Γκλιαμίρ’ς : Ψηλός
Γκλίστρα : Γλίστρημα
Γκλώ, Γκλάει : Κυλώ, Κυλάει (Γκούλα του = κύλησέ το) προστακτική
Γκόλιους : Γυμνός
Γκουγκώ : Βογκώ
Γκιούζιν : Περίοδος από σπορά μέχρι και θερισμό
Γκιντ(ι)έρ(ι) : Βάσανο
Γκουντρουγκλώ : Κατρακυλώ
Γκούτκας : Σβέρκος
Γκούτμανους : Σκυλί μεγάλο,
Γκριάου : (Προσφιλής κραυγή νεαρών κατά τη δεκαετία ’80)
Γόνα : Γόνατο & μονάδα μέτρησης
Γουστιρίτσα : Σαύρα
Γουστριάβα : Φυτό παράσιτο
Γραπατσώνουμι : Αναρριχώμαι με τα νύχια -Γρατσουναω
Γρουτσανίσκα : Γρατσουνίστηκα
Γρίπους : Δίχτυ
Γρούνα : Γουρούνα
Γρουνουπάτσ(ι) : Δέρμα από γουρούνι, χοντροκομμένος άνθρωπος
---------------------------------------------------------- Δ.
Διαβαίνου : Προσπερνώ [ποιος θα διάβ(ει)]
Διρμάτι : Ασκί δερμάτινο για κατασκευή τυριού
Διρμόνιασμα : Κοσκίνισμα
Δουκιούμι : Θυμάμαι (Δουκήθκα)
Δρόκ(ι)νου ή Δουράκινου : Ροδάκινο
Δυό διπλού : Διπλωμένο, δύο δίπλες
---------------------------------------------------------- Ε.
Έμασι : Μάζεψε
Έτσϊακσι : Πήρε ανάσα
Έτσιαϊα : Να έτσι
---------------------------------------------------------- Ζ.
Ζαβουλιάρ’ς : Ζαβολιάρης
Ζαγκότσ(ι) : Ξύλινο εργαλείο του θέρου [ζνίχ(ι) σα ζαγκότσ(ι)]
Ζάλ(η) : Παιδικό παιχνίδι
Ζαλίμ(ι) : Γαϊδούρι
Ζαμπνάρα : Σφυρίχτρα από φρέσκο βλαστό
Ζαμπούνα : Πίεση
Ζανάτ(ι) : Άτιμο πλάσμα
Ζάπ(ι) : Συγκράτημα
Ζαρκούμα : Κωλοτούμπα
Ζαρώνου : Λουφάζω (Ζαρούτι)
Ζαχαράτου : Κουφέτο
Ζβαρνίζου : Σέρνω κάτι & γεωργική εργασία
Ζβαρνιάρ’ς : Αχαΐρευτος, ατημέλητος, αργός
Ζγκρουβάλ(ι) : Εξόγκωμα στο σώμα
Ζήβσει : Έσβησε
Ζιάκατα : Κατούνια, πράγματα αποθήκης ανακατεμένα
Ζιαμπνιόκ(ι) :
Ζιόρτνα : Δεκανίκι
Ζλάπι : Επικίνδυνο ζώο, κινητικό ατομο
Ζ’μαράκ(ι) : Σύκο πολύ ώριμο
Ζνάρι : Ζωνάρι
Ζνίχ(ι) : Ζβέρκος
Ζόρκους : Δύσκολος
Ζούδι : Μικρό ζώο
Ζουπώ : Πιέζω, πατώ [ζούπατου ρε του ρ’μάδ(ι)]
Ζντ’κατάψυξ(η) : Στην κατάψυξη
---------------------------------------------------------- Η.
Ηρτα : Ήρθα
---------------------------------------------------------- Θ.
Θαματ(ι)κά : Κόλπα
Θαμάζουμι : Προσπαθώ να βρω λύση (θαμάζνταν απου πού να βγεί)
Θαρρώ : Νομίζω
Θιρμασιά : Ρίγος
Θληκώνου : Κουμπώνω
Θλήκια : Θυλήκια
Θκόζουμ : Δικός μου
Θρασκιάς : Βοριάς, Βαρδάρης
---------------------------------------------------------- Ι.
Ίσκας : Ευχάριστα
Ίσκιους : Σκιά
Ίτσ(ι) : Καθόλου, τίποτα
---------------------------------------------------------- Κ.
Καβαδούρα : Ρούχο χωρίς μανίκια
Καβαλκεύου : Παίρνω καβάλα, γαμώ
Καβαλίκα : Καβάλα στο ζωντανό
Καβουρμάς : Παστό χοιρινό
Κάδρου : Πίνακας ζωγραφικής
Κακαβούλ(ι) : Μικρή χύτρα (εξ’ ού και Κακαβούλης)
Κακάδ(ι) : Ξεραμένη μύξα
Καλκαμπάκι : Κολοκύθι μακρόστενο
Καλούδια : Ψώνια
Κάμα : Μεσημεριάτικη αφόρητη ζέστη
Καμλιάφ(ι) : Καλυμαύχι
Καμπάδ’κου : Σοβαρό, αυτό που μετράει
Καμπάρι’μ : Άς είναι (Άϊ καμπάρι’μ)
Καμπίλ(ι) : Αν είναι δυνατόν
Καμπούλ(ι) : Συγχώρεση (τάκανα ούλα καμπούλ(ι)
Κάμσκου : Κάνω
Κανέλα : Κάνουλα, στρόφιγγα
Κάνουρα : Κλωστή μάλλινη
Καντίζου : Χορταίνω (κάν’τσα ύπνου)
Καπάκ(ι) : Γάστρα
Καραβουλιάζου : Παραμονεύω
Καρίκ(ι) :
Καρκάτζαλους : Καλικάντζαρος
Καρούτα : Μεταφορικό μέσο για νερό
Καρσί : Απέναντι
Καρσιλαντώ : Σκοπεύω, σημαδεύω
Κασκέτου : Καπέλο
Κασνάκια : (Μόνι τα κασνάκια τ’ απόμ’ναν)
Κατούνια : Τα πράγματα των αγροτών
Κατρουφίτσια : Μανιτάρια
Κατσιαμάκ(ι) : Καλαμποκίσιο αλεύρι βραστό
Κατσιαμούρ(ι) : Ψιχάλισμα, σιγανή βροχή
Κατσ’φός : Αλλήθωρος, με στραβισμό
Κατώι : Το ισόγειο
Κένουμα : Σερβίρισμα
Κέτς :
Κθάρ(ι) : Κριθάρι
Κινώνου : Αδειάζω
Κινώνου : Σερβίρω (κένου να φάμι)
Κιουτέυου : Κάνω πίσω, φοβάμαι (κιούτιψι)
Κιρχανατζής : (βρισιά)
Κισάτια : Αναδουλειές
Κισιδούδ(ι) : Μικρός κεσές από γιαούρτι
Κισλάς : Λιβάδι, βοσκότοπος
Κλάγκαθου :
Κλησιά : Εκκλησία
Κλησιάρ’ς : Νεωκόρος
Κλιά : Κοιλιά
Κλόκ(ι) : Τετράγωνο σχήμα
Κλουκουτώ : Ανακατεύω, αναδεύω (κλουκότατα)
Κλουσαριά : Κλώσσα
Κλούτσιασι :
Κλώ : Κλείνω
Κλώκατσι : Κατακάθισε, μάζεψε
Κόβ(ι) : Στιγμή, φορά (ένα κόβ(ι)
Κόθρους : Γωνία απο πίτα
Κόπα : Σωρός
Κόρφους :
Κότσ(ι) : Αρσενικό πρόβατο & αστράγαλος
Κουκαλούδια : Κοκαλάκια
Κουκότα : Μικρή στρόγγυλη πέτρα
Κουκούδ(ι) :
Κουλάζουμι : Αμαρτάνω
Κουλάϊ : Κουράγιο
Κουλμπήσια : 1) :Κολύμπημα 2) : Βαφτήσια
Κουλώθρα : Δερματοπάθεια, («λεκέδες» στο δέρμα)
Κουλουμέρια : Οπίσθια
Κουλουμπουρντώ : Κατρακυλώ
Κουμπάκ(ι) : Καλαμποκίσιος καρπός
Κουμπίνα : Θεριζοαλωνιστική μηχανή
Κουντήλια : Κοντοκομμένα ξύλα, και περιττώματα
Κουντιλούδια : Σκατουλάκια
Κούντρης : Κολοβός σκύλος (στυλ μπουλντόκ)
Κουπάνα : Τετράγωνη λεκάνη μεταλλική
Κουπανίζου : Δέρνω, χτυπώ
Κουπανστιά : Πέσιμο
Κουπέλ(ι) : Μπαστάρδικο
Κουπόϊ : Σκυλί κυνηγετικό
Κουριά : Κόρα ψωμιού
Κούρκους : Γαλοπούλα
Κουρνιαχτός : Σκόνη
Κουρκούτ(η) :1) Φαγητό από αλεύρι τσιγαριστό 2) : Ανακατωμένα πράγματα
Κουρσιούμια : Μεταλλικές μπίλιες
Κουρτσούδ(ι) : Κοριτσάκι
Κουρτσιαβέλ(ι) : «
Κουσιά : Κοτσίδα, πλεξούδα
Κουτζιά : Ολόκληρο (κουτζιά πιδί γίν’κις)
Κουτζιαμάν : « (κουτζιαμάν μαντράχαλους)
Κουτσβέλ(ι) : Μικρούτσικο
Κουτσιάν(ι) : Μίσχος, κοτσάνι
Κουτσουδούλια : Μικροδουλιές, επισκευές
Κόχ(η) : Εσοχή στον τοίχο
Κρανιάσκα : Μούδιασα, πιάστηκα
Κρένου : Μιλώ
Κρέπι : Μαντήλα γυναικεία
Κρίνα – Κούτα : Χαρτοκιβώτιο
Κριτσιανίζου : Τραγανίζω
Κριτσνώ : Τρίζω
Κριτσ’μάς : Δείπνο μετά από εργασία
Κρουμίδ(ι) : Κρεμμύδι Κρουμδουφάους : Κρεμυδοφάγος
Κρούου : Χτυπώ, βαράω Να σι κρούξ(ι)
Κρουσταλίθρα : Σταλακτίτης
Κ’τσάκι : Τρίπλα
Κ’φό : Κουφό
---------------------------------------------------------- Λ.
Λαγκεύου : Λιμπίζομαι
Λαγκόνια : Τα ισχία
Λαϊν(ι) : Στάμνα
Λαϊνούδ(ι) : Σταμνί μικρό
Λαλαγκίτες : Τηγανίτες
Λαμνί : Στάχυα έτοιμα για λίχνισμα
Λαμνός : Φλόγα
Λαμώθ’κα : Χώθηκα βαθιά, λερώθηκα Λάμουμα,
Λάπατου : Αγριόχορτο
Λιανίζου : Κομματιάζω
Λιαμανίζου : Καταστρέφω
Λίγδα : Λίπος από γουρούνι
Λιγκιάζου : Με πιάνει λόξυγκας
Λιλίτσια : Κομματάκια
Λίμα : Πείνα μεγάλη
Λιμαγμένους: Πολύ πεινασμένος
Λιμκιάρ’ς : Αχόρταγος
Λιμός : Λαιμός
Λιούρτας : Ψηλός και άχαρος
Λιχνούδ(ι) : Βρέφος
Λουγκούρ’ς : Πολύ ψηλός
Λουϊάζου : Βλέπω
Λουλάθ’κι : Τρελάθηκε
Λουλός : Τρελός Λουλαμάρα – Λόλα (Τρέλα)
Λούν(ι) : Θολωσιά, ανακατεμένη λάσπη με νερό
Λουρί : Ζώνη, ιμάντας, ζωστήρας
---------------------------------------------------------- Μ.
Μαγκουσάρα :
Μάγρισμα : Κραυγή πόνου αλλά και ερωτικό κάλεσμα ζώων
Μαζώνου : Μαζεύω Μάζουξτου : (προστ.) Μάζεψέ το
Μαϊμαρλούδ’κα : Κινήσεις σαν τής μαϊμούς για αποπροσανατολισμό
Μάκινα : Μηχανή
Μαλαθούνα : Θήκη από κουταλοπήρουνα
Μαλαθούνα : Μεγάλο κεφάλι
Μαλιαρόκουλους : Θα τα βρεις μπαστούνια (θα βρείς του μαλιαρόκουλου σ’)
Μάντζια : Ποσότητα φαγητού για ένα γεύμα μιας οικογένειας.
Μάξους : Επίτηδες
Μαραφέτ(ι) : Εργαλείο, αντικείμενο
Μαρουδίτσα : Πασχαλίτσα
Μασάλ(ι) : Αφήγηση, παραμύθι, ανέκδοτο
Μασιαλάς : Φωτιστικό εποχής (τενεκεδάκι με στουπί και πετρέλαιο)
Μαστραπάς :
Ματαγκίζου : Μεταφέρω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο
Ματ’κάπ(ι) : Ξυλουργικό εργαλείο
Ματσιαλίζου : Μασάω με θόρυβο
Ματσμανεύου : Αποπαίρνω, μαλώνω
Μαυρουχαχάλιασι :
Μιθαύρου : Του χρόνου
Μιλάθ’κι : Σιγά να μην . . . .
Μιλιέτ(ι) : Κακό παιδί [άχαρου μιλιέτ(ι)]
Μιριμέτ(ι) : Επιδιόρθωση
Μιριμιτώ : Διορθώνω
Μίρλα : Κλάψα
Μιρλιάρ’ς, Μιρλιάρ’κου : Κλαψιάρης
Μισάλι : Κουβέρ, πετσέτα φαγητού
Μισιακό : Συνεταιρικό
Μλάρ(ι) : Μουλάρι
Μλώνου, Μούλουξι : Σωπαίνω (φκιάστου να μλώξει)
Μνί : Μουνί
Μουαμπέτ(ι) : Συζήτηση
Μουκαϊτσιά : Ευκαιρία
Μουλαϊμ’σι : Ησύχασε, κάλμαρε
Μουλουμουτώ : Μιλώ μόνος μου
Μουλόχα : Μολόχα (αγριόχορτο)
Μουνόκιρα : Μπιχλιμπίδια για ξεμάτιασμα
Μουρή : Αγενής προσφώνηση σε γυναίκα
Μουρλός : Τρελός
Μουρσ(ι)έφκι : Συνήθισε (μούρσιμα, μουρσιμένους)
Μουρτζούλα : Μουτζούρα
Μουρτζουλώθκι : Λερώθηκε, μουτζουρώθηκε
Μουσκάρ(ι) : Μοσχάρι
Μουσκλουμένους : Κατσουφιασμένος - θυμωμένος
Μουσντραβίτσα :Σπίλος στα χέρια συνήθως
Μουστρόβ’λους : Ανεμοστρόβιλος
Μούτσιανου : Μικρούτσικο
Μούτσκα : Μούρη
Μουχάνι : Ανεμιστήρας (χειρός) στο καμίνι
Μπαϊλντίζου : Κουράζομαι (μπαϊλτσα)
Μπαϊράμ(ι) : Υπολογισμοί [μι του νούτ’ μπαϊράμ(ι) φκιάν(ει)]
Μπάκακας : Βάτραχος
Μπακράτσ(ι) : Μικρό καζάνι
Μπάμπα : Στομάχι (γίνκι μπάμπα μ’)
Μπαμπάζουμ : Ο μπαμπάς μου
Μπάμπαλου : Σκουπιδάκι
Μπαμπάτσ’κους : Μεγάλος, γερός
Μπάμπου : Γιαγιά
Μπάντα : Επιτοίχιο ύφασμα
Μπαξίσ(ι) : Φιλοδώρημα
Μπαρμπατζιάκους : Στομάχι από κότα,
Μπαρούδα : Λιμνούλα
Μπάσ(ι) : Τα κουρσιούμια
Μπασιαρντώ : Σκοπεύω σωστά, πετυχαίνω
Μπατάκ(ι) : Κακοπληρωτής
Μπαταλιάζου : Παλιώνω
Μπαχαριά :
Μπγιάδ(ι) : Πηγάδι
Μπγιαδόστουμου : Το στόμιο του πηγαδιού
Μπιζιέρ’σα : Βαρέθηκα
Μπιλιά ουράτ(ι)σα : Επιτέλους, τρόμαξε να . . .
Μπιλιάς : Μπελάς
Μπιλιούκ(ι) : Κοπάδι
Μπιλιτζίκια : Βραχιόλια
Μπίλους : Μεγάλη μπίλια (γκαζγιά), στρόγγυλος, χοντρός
Μπινιβρέκ(ι) : Η αναξυρίς, (τσαξίρι)
Μπιρικιέτ(ι) : Γεωργική παραγωγή
Μπιρικιάτ(ι) : (κάτι είναι κι αυτό)
Μπισίκ(ι) : Ξύλινο κρεβατάκι μωρού
Μπιτίζου : Τελειώνω μπίτσα (μπίτσαμι τσι δλιές)
Μπιτούνκου : Ολόκληρο, καλογεμισμένο
Μπιτίζου : Τελειώνω
Μπλάγου : Περικυκλώνω Μπλάξ(ι)μου
Μπλασταριά : Άσχημο πέσιμο
Μπλουγούρ(ι) : Σιτάρι χοντροκομμένο
Μπόλκα : Φράντζα, χτένισμα με χωρίστρα
Μπόσ’κους : Χαλαρός
Μπουγάτσα : Είδος ψωμιού
Μπουγιάτα : Χειμωνιάτικο δωμάτιο
Μπουγτζάδεις : Καλεσμένοι σε γάμο
Μπούζ(ι) : Παγωμένο
Μπουϊά : Μπογιά
Μπούϊρουν : Κάτσε στο τραπέζι (τούρκικη)
Μπουλάκ : Μακάρι, ίσως
Μπουλφώθκι : Πρήστικε (μπουλφώθκι στουν ύπνου)
Μπούμπαρους : Μαύρο έντομο
Μπουμπνίζ(ει) : Μπουμπουνίζει
Μπουμπότα : Καλαμποκίσιο ψωμί
Μπουμπότσια : Φιλοδωρήματα παιδιών
Μπουμπούλα : Εσωτερικό καρπού
Μπουμπούλα : Πεντακάθαρα
Μπουμπούνα : Δυνατή φλόγα, φωτιά
Μπουμπουτιά : Κορομηλιά
Μπουμπουτσούδια : Καρποί όπως τα μούρα
Μπουμπρέκια : Αρχίδια
Μπουνασί : Κουβέντα
Μπουνταλάς : Χαζός (τούρκικη)
Μπουρανί :Φαγητό (χόρτα με σιτάρι ή λίγο ρύζι)
Μπουρέκα : Φραντζόλα ψωμιού
Μπουρί : Μεταλλικός καπνοδόχος
Μπουρλιάζου : Περνώ αρμαθιά, καρφώνω
Μπουρλίφκου : Τρελό ζώο
Μπουρπούλουμα : Σκέπασμα με κρέπι
Μπουχασί : Κόκκινο πανί
Μπουχτίζου : Χορταίνω, αηδιάζω
Μπριάλουγους : Παραμελημένο χωράφι
Μπριάστ καταή : Πέσιμο (έκφραση)
Μπρουμούτ’σα : Έπεσα μπρούμυτα
Μυρί : Ιχθυοπωλείο
Μτζούρ(ι) : Μονάδα μέτρησης χωραφιού (έκταση που σπέρνεται με 50 οκάδες σπόρο)
Μ’σούδ(ι) : Πενηντάλεπτο, μισή δραχμή
Μ’σουλαβώ : Κινούμαι, κυκλοφορώ (Δε μ’σουλαβάϊ τίπουτα όξου)
---------------------------------------------------------- Ν.
Νημόσιου : Μνημόσυνο
Νιγουλιάζου : Αναγουλιάζω (μ’ ήρτι νιγούλα)
Νικατώνου : Ανακατεύω, ψαχουλεύω
Νιρό (κάνου του νιρό μ’) : Χέσιμο
Νιρουμπλιάρ’κα : Νερουλά, με πολλά υγρά, άνοστα
Νισκιλώνου : Συμμαζεύω
Νιτριχάδα : Ανατριχίλα
Νουρά : Ουρά
Ντάιμα
Νταβανός : Έντομο
Νταβρατζ’μένους : Γεροδεμένος
Νταγκιά : Λέρωμα, σημάδι, λεκές
Νταγκιάρ’ς : Βρώμικος χαρακτήρας (Νταγκιασμένου)
Νταϊαντώ : Ακουμπώ
Ντάϊμα : Συχνά, κατ’ επανάληψη
Νταϊαντώ : Ακουμπώ
Νταλαβέρ(ι) : Συναλλαγή
Νταλάκιασα : Χόρτασα, γέμισα
Νταμκιάρ’ς :
Ντάμπι τέρ : Μία απ’ τα ίδια (τούρκικη)
Νταούλ(ι) : Τύμπανο
Νταρντμάς :
Ντάρντα - γάν(ι) : Άνω - κατω
Ντεργιαντές : Χωρισμένος άντρας, αλήτης
Ντγάν(ι) : Τηγάνι
Ντέτζιαρ’ς : Ρηχή κατσαρόλα
Ντιντ’μάρκα : Δίδυμα
Ντίπ : Καθόλου
Ντιρλικώνου : Τρώω λαίμαργα, αχόρταγα
Ντιρμάν(ι) : Σωτηρία
Ντιτζιρούδ(ι) : Κατσαρολάκι
Ντουζντίζου : Τακτοποιώ
Ντούζ’κα : Κανονικά, όπως πρέπει, γεμάτα
Ντούμπα : Ύψωμα, σωρός
Ντουμουζλούκ(ι) : Ράτσα
Ντράβαλα : Μπελάδες
Ντραγκώθ’κα : «Πιάστηκα» από κρύωμα
Ντραγκουμένους : «Πιασμένος» από κρύωμα
Ντρασκαλώνουμι : Αναρριχώμαι
Ντρασκλώ : Περνώ από πάνω, πηδώ
---------------------------------------------------------- Ξ.
Ξιάνκ’σι (κιρός) : Καλυτέρεψε (ο καιρός)
Ξιαπουσταίνου: Ξεκουράζομαι
Ξιαστρίζου :
Ξιζεύου : Ξεπεζεύω
Ξιπατώνου : Ξεριζώνω, εξολοθρεύω
Ξικακαδιάζιτι : Βγάζει τα κακάδια του, τις μύξες του
Ξίκ(ι)κους : Ελαφρόμυαλος
Ξικουλσούμ : Μακρυά από δώ (τούρκικη)
Ξικουρνιάχτ’σμα : Ξεσκόνισμα
Ξιν(ι)έχουμα : Ανακομιδή των οστών
Ξινουμώ : Εκπατρίζω, διώχνω
Ξισαλώνουμι : Ξεσσαλώνομαι
Ξισ’μάζουχτους : Ατημέλητος
Ξιστήθ(ι) : Δικαίωμα για κουτσομπολιό
Ξιστρώνου : Μαζεύω το τραπέζι,το κρεβάτι (ξέστρουστου)
Ξιστρώνου : Αναπτύσσω ταχύτητα
Ξιτσίπουτους : Ξεδιάντροπος
Ξιφτουλιάζου : Βγάζω το βαμβάκι από τα καρύδια του
Ξόγανου : Άσχημη-ος Ξόανου
Ξόμπλ(ι) : Σχέδιο κεντήματος
Ξυαρίζου : Καθαρίζω, ξύνω (για ζώα)
---------------------------------------------------------- Ο.
Όξου : Έξω
Όργους : Κομμάτι χωταφιού
Όρμουσι (τον) : Του μπήκε στο μυαλό
Ου : ‘Ο (αρσενικό άρθρο)
Ουβριός : Εβραίος
Ουγκρ(ι)έλ(ι) : Σχοινί που πετάμε τον χαρταετό
Ουϊντίζου : Ταιριάζω
Ουλούρμου : Σιγά, νισάφι
Ουμούτ(ι) : Ελπίδα
Ουλούρμου : Αρκετά, φτάνει τόσο (τούρκικη)
Ούλνοι : Όλοι (ούλα, ούλις)
Ούμπας πλιά : Αμάν πιά (επιφώνημα)
Ουριάζου : Φωνάζω
Ουρνέκ(ι) : Δείγμα κλωστής, υφάσματος
Ουτζιάκ(ι) : Καμινάδα
Ουτούρ : Κάτσε μαζί μας (τούρκικη)
---------------------------------------------------------- Π.
Πααίνου, Πααίσκου : Πηγαίνω
Πάνα : Πανάδα, θόλωμα
Πάνα : Σερβιέτα, πάμπερς, φουρνόπανο
Πανάρια : Εξώφυλα
Πανουγόμ(ι) : Ξωτικό,
Πανουθιώμ’ : Απο πάνω μου
Πάξα : Κομμάτι ψωμί, κόρα
Παπούλιους : Το μεγάλο δάχτυλο
Παραδάγκαλου :
Παραμαζώνου : Διώχνω, αποπαίρνω
Παραπαίρνου : Μαλώνω
Παρασμίζου : Κοροιδεύω με παρατσούκλι
Παρασούμ(ι) : Παρατσούκλι
Παραφκιάνου : Υπερβάλλω
Παρδαλός : Πολύχρωμος
Παρδαλή : Πόρνη
Παρτάλια : Κουρέλια
Παρτσιάδια : Θρύψαλα (κουμάτια κι παρτσιάδια)
Πασκίζου : Φροντίζω
Πασπατεύου : Ψηλαφώ, ψάχνω, χουφτώνω
Παταγώ’θκα : Κατατρόμαξα (πατάγουμα)
Παταριά : Δυνατό χτύπημα στην πλάτη (παταρίζου)
Πατατούκα : Παλτό
Πατέλ’ς : Αυτός που δεν πατάει ή δεν περπατάει καλά
Πατηρίτσα : Μπαστούνι, ραβδί
Πατλιά : Μικρός χώρος (μια πατλιά τόπους)
Πατσί : Σκάλπ, κρανίο, κεφάλι ζώου μαγειρεμένο
Πατσιά : Πατημασιά
Πατσιαβούρα : Κουρελόπανο
Πατώνου : Βάφω με κοκκινόχωμα το πάτωμα και τα ζωνάρια του σπιτιού
Πέργυρους : Περίβολος, τοίχος
Πέτνους : Πετεινός
Πέφτη : Πέμπτη
Πιγνίδ(ι) : Παιχνίδι
Πιδαρέλ(ι) : Παιδάκι
Πιδικλόθ’κι : Μπερδεύτηκε, μπουρδουκλώθηκε
Πιδούδι : Παιδάκι , αγόρι
Πιδουκλιά : Τρικλοποδιά
Πινακουτή : Ξύλινη σκάφη με χωρίσματα για ζυμωμένα ψωμιά
Πινεύου : Εξυμνώ, ξεσηκώνω
Πινισιάρ’ς : Αυτός που υπερηφανεύεται
Πιπιλιά : Στάχτη
Πιράτι : Σιδερένια ασφάλεια που κρατούσε κόντρα από μέσα την πόρτα
Πιρίδρουμους : Διάβολος,
Πιρίδρουμους : Μεγάλη ποσότητα, αγλέορας (ντιρλίκουσα τουν πιρίδρουμου)
Πιρπιλούδ(ι) : Μικρό έντομο, νυχτοπεταλούδα
Πιρτσιόνια : Οι τρίχες της χαίτης του αλόγου
Πισκιώθ’κα : Υποσχέθηκα
Πισμανεύου : Μετανοιώνω
Πισ’νέλα : Χάμουρο, Δερμάτινος ιμάντας που συνδέεται με το σαμαράκι
Πισπιλιάζου : Ρίχνω σκόνη, χώμα
Πιτναρούδ(ι) : Καραμελένιο Πετειναράκι
Πιτσ(ι)κάρ(ι) : Μικρό παιδί
Πιτσ(ι)κάρζμα : Στράβωμα
Πλάβα : Βάρκα χωρίς καρίνα
Πλάδα : Νεαρή κότα
Πλάλους : Τρέξιμο
Πλαλώ : Τρέχω (Τα πλαλούντας : τρέχοντας, γρήγορα)
Πλημάτ(ι) : Δίχτυ
Πλιά : Πιά (Ούμπας πλιά = αμάν πιά)
Πλί : Πουλί
Πλιάτσ’κου : Λεηλασία
Πλιακατίκας : Κοροϊδευτική προσφώνηση (από το πλιακατώ)
Πλιακατώ : Πλατσουρίζω στά νερά
Πλιακατίκας :
Πλιέχουρους : Ευρύχωρος
Πλούδια : Πουλάκια & ιλαρά
Πλόχιρου : Χούφτα (ένα πλόχιρου αλεύρ(ι)
Πνάκ(ι) : Ξύλινο κουτί για τα παστά ψάρια
Πουδουπάν(ι) : Πανί που τύλιγαν τα πόδια τους οι γεωργοί
Πουδάρ(ι) : Πόδι
Πουδαίνου : Δένω τα κορδόνια των τσαρουχιών
Πρέκνις : Φακίδες (Πρικνιάρ’ς)
Πρώϊμου : Πρώιμα γεννημένο παιδί
Πουρεύου : Μεγαλώνω ηλικιακά
Πουρ’κά : Οπωρικά
Πουρλήθρα : Όστρακο
Πουρτέλου : Η πίσω πόρτα του κάρου
Πράμα : Οικόσιτο ζώο (τα πράματα)
Πρησκάδια : Πρηξίματα
Προυγόν(ι) : Ετεροθαλές τέκνο
Προυζύμ(ι) : Μαγιά για ζύμωμα
Προυκάνου : Προφταίνω, προλαβαίνω
Προυμ’θεύου : Συμβουλεύω
Προυτουφανίσιου : Πρώϊμο (φρούτο συνήθως)
---------------------------------------------------------- Ρ.
Ραχάτι : Ανάπαυση, Τεμπελιά
Ρένουμι : Τριγυρνώ άσκοπα, κοπροσκυλιάζω
Ριγάλου : Φιλοδώρημα
Ριμπαρεύου : Ανακατεύω, ψάχνω με σκοπό την αρπαγή
Ριμπατεύου : Επιδιορθώνω ύφασμα
Ριτσέλια : Γλυκό από μούστο
Ρόγαλους : Αράχνη
Ρόιδου : Ρόδι
Ρουγουβούζ(ι) : Πιπίλα
---------------------------------------------------------- Σ.
Σαβούρα : Παλιοπράγματα
Σακουζιά : Αγριόχορτο
Σαλαϊούμι : Κουνιέμαι
Σαλός : Χαζός
Σαλταίρνου : Πηδώ, ορμώ
Σαμαράκι : Χάμουρο (μικρό σαμάρι που κρατούσε το κάρο)
Σαναψίδια : Ξυλαράκια - προσανάματα
Σβαρνιάρ’ς : Αυτός που σέρνει τα πόδια του, ασυμμάζευτος, ανεπρόκοπος
Σ(ι)έρνου : Γαμιέμαι (για ζώα)
Σιάβαρα : Σκουπίδια
Σιαδώ : Προς τα δω
Σιακεί : Προς τα κει
Σιακάτ’ : Στο χωράφι, προς τα κάτω
Σιαπάν’ : Προς τα πάνω
Σιαπέρα : Προς τα πέρα
Σιακάς : Το αστείο, ο χωρατάς
Σιάλ(ι) : Μάλλινο ή μεταξωτό ύφασμα που ρίχνουν στους ώμους
Σιαλιάκ(ι) : Σαλιγκάρι
Σιαματάς : Θόρυβος
Σιάστ’σα : Τα ‘χασα, ζαλίστηκα
Σιγουράντζα : Ασφάλεια, βεβαιότητα
Σικλιντίζουμι : Στενοχωριέμαι, αγχώνομαι
Σινιρίζου : Δίνω σημασία, καταλογίζω
Σιντούκι : Μπαούλο
Σιουμφάδα : Συνυφάδα
Σιούνξ(ι) : Πρόσταγμα στάσης σε ζώο
Σιρβέτα : Το μαντήλι του λαιμού
Σιρμαές : Χρηματικό κεφάλαιο
Σιρμπέτ(ι) : Πολύ γλυκό
Σιρνικουθήλ’κου : Ερμαφρόδιτο
Σισμάν’ς :
Σιτζίμ(ι) : Λεπτό σχοινί
Σιφραϊδ(ι) : Σφραγίδα στις λειτουργιές
Σκαμνιά : Μουριά
Σκαμνούδια : Σκαμνάκια από κορμούς δέντρων
Σκαρβέλ(ι) : Η λαβή του σαμαριού,
Σκλίδα : Σκελίδα (σκόρδου συνήθως)
Σκλόπιτρα :
Σκουρδάρι : Ρόφημα από σκόρδο ξύδι και αλάτι
Σκνί : Σκοινί
Σκουτίδα : Σκοτάδι
Σκουτνός : Κακότυχος
Σκουφούνια : Χοντρές μάλλινες κάλτσες
Σμαζώνου : Συμμαζεύω
Σμίτκου :
Σούζα : Ανόρθωση, πειθαρχία
Σουρλάς : Ρύγχος γουρουνιού
Σούστα : Κάρο
Σουφράς : Χαμηλό Τραπέζι
Σπαρτής : Σεπτέμβρης (μήνας της σποράς)
Σπληνίζουμι : Στενοχωριούμαι
Σπίρτου : Οινόπνευμα
Σπιριλατίζου : Παστ’ωνω
Στάβαρα : Σκουπίδια
Σταλαχίδα : Ανυπομονυσία
Σταυρώνου : Ανταμώνου
Στήσιμου : Καρτέρι με δίχτυα για πουλιά
Στραβουλιασμένου : Κακό, ανάποδο, στραβό
Στραμπλίγου :
Στρ(ι)έχου : Συμφωνώ (έστριξι = συμφώνησε)
Στρίψ(ι)μου : Ευνουχισμός, στείρωση
Στ’χιό : Φάντασμα
Σύβρασμα :
Συδέματα : Αραβωνιάσματα
Συνάζου : Μαζεύω, τακτοποιώ
Σύρι : Πήγαινε Συρήτι : Πηγαίνετε (μόνο προστακτική)
Σύρ’σ(ι)μου : Περίοδος αναπαραγωγής για ζώα
Σύστασ(η) : Διεύθυνση
Συστήνουμι : Ντρέπομαι
Συφόρισ(η) : Εγκεφαλικό
Συφουριασμένους : Χτυπημένος απ’ τη μοίρα, καταραμένος
Σφάζ(ει) : Πονάει (Που σι πουνεί κι που σι σφάζει)
Σφουγγίζου : Σκουπίζω
Σφούξτου : Σκούπισ’το
Σώθ’κι : Παραέβρασε, Χώνεψε (Σώθ’κι του φαί)
---------------------------------------------------------- Τ.
Ταβάς : Ρηχή κατσαρόλα (ή νταβάς)
Τάβλα : Το υφασμένο τραπεζομάντιλο
Ταγάρ(ι) : Πάνινη Σακούλα μάλλινη
Τάζου : Υπόσχομαι
Ταή : Φαγητό ζώων
Ταμάμ : Ακριβώς (ήρτις ταμάμ για φαί)
Ταμάχ(ι) : Πλεονεξία
Ταμαχκιάρ’ς : Αχόρταγος (ταμαχκιαράδα)
Ταρταρίτσα : Σχέδιο πάνω στα πασχαλιάτικα αυγά
Ταχιά : Αύριο
Τετράδ(η) : Τετάρτη (μέρα της εβδομάδος)
Τζαμαντάνι :
Τζγιάπ(ι) : Πληροφορία, ομολογία
Τζγιέργια : Συκότια
Τζιαμούκι : Κορυφή από φυτό - ψηλό και λιγνό
Τζιάν Τζιούν : 2
Τζιαναμπέτ’ς : Πειραχτήρι (τούρκικη)
Τζιουρμπατζής :
Τζιουρτζιόν(ι) : Σπουργίτι
Τζιριμιά : Ζημιά
Τζιριμές : Απρόσεκτος, χωρίς σημασία
Τζιρτζιβούλ(ι) : Μπαλαντέρ την τράπουλα
Τζιτζ’βές : Δοχείο
Τζιτζίνζμα :
Τζιτζνίζου :
Τζουτζούδα : Σταλίτσα
Τιζιάκι : Πάγκος καφενείου, μπάρ
Τίλους : Τάπωμα βαρελιού
Τιρλίκια : Πλεχτές κάλτσες
Τ’λουπάν(ι) : Άσπρη μαντήλα στο κεφάλι για προστασία απ’ τον ήλιο
Τ’μαρεύου : Κρύβω, αποθηκεύω
Τόντ΄σ(ι) : Παιχνίδι με τράπουλα
Τού : Το (άρθρο)
Τουλούμ(ι) : Ασκός που γίνεται το τυρί
Τούμπου : Σωλήνας καπνού, μπουρί σόμπας
Τουπάτσ(ι) : Πολύ χοντρός, μεγάλη μάζα
Τουτούν(ι) : Πρησμένο, φουσκωμένο (τουν ιέκανι τουτούνι στου δικανίκ(ι)
Τράσκασι : Άνοιξε από το ψήσιμο
Τράτους : Καιρός, πίστωση χρόνου
Τράτσαλους : Αυτός που σκαρφαλώνει εύκολα
Τράφους : Το κενό ανάμεσα σε δυο αράδες αμπελιού
Τράχουμα : Η προίκα
Τραχύ : Παραγινωμένο (για φρούτα) (τράχ(ι)ναν μπάμνις)
Τριμτζιάν’ς : Αυτός που έχει τρεμούλα Τριμντάν’ς, Τριμτσιακός
Τριόλ(ι) : Κύκλος
Τρουβάς : Μάλλινο χοντρό ταγάρι
Τρουβαδέλας : Ζητιάνος με τρουβά στον ώμο
Τρουβαδιάζου : Βάζω φαγητό στον τρουβά για το χωράφι
Τσ’ : Τις, τους
Τσακώνου : Πιάνω Τσάκουτου : Πιάστο
Τσαλουνίκ(ι) : Θεσσαλονίκη
Τσαμπουλόϊ : Διάλεγμα των καρπών
Τσατμάς :
Τσέργα : Το στρώμα και το πάπλωμα
Τσιά : Σπίθα
Τσιαγούν΄σμα : Κραυγή πόνου (για σκύλους) Τσιαγνίζου, Τσιαγούνα
Τσιάζου : Επιθυμώ πολύ
Τσιακίρ’ς : Λοξομάτης
Τσιάμ(ι) : Πεύκο
Τσιανάκα : Κατσαρόλα
Τσιαξίρι : Μάλλινο μαύρο φαρδύ παντελόνι
Τσιαπαριά : Στραβοψαλιδιά στο κούρεμα
Τσιαφούρα : Δερματοπάθεια απ’ το κρύο
Τσίλιαρ(ι) : Πολύ ψιλή λάσπη, βούρκος
Τσιόκ’σι : Κουράστηκε, γέρασε
Τσιουλιάζου : Σκεπάζω το ζωντανό
Τσικουλατούδ(ι) : Σοκολατάκι
Τσιρίδα : Ψιλή και διαπεραστική φωνή
Τσιαϊρ(ι) : Χέρσες εκτάσεις δίπλα στη θάλασσα
Τσιμπούκ(ι) : Πιπίλα μωρού, (ψίχα και ζάχαρη βρεμένα μέσα σε μαντίλι)
Τσιμτώ : Δέν βχάζω άχνα (μη τσιμτίξ’ς ντίπ(ι)
Τσιόλ(ι) : Κουρέλι
Τσιόπ(ι) : Κλήρος, λαχνός
Τσιουλτάρ’ς : Ατημέλητος, κουρελιάρης
Τσιόκους : Καρούμπαλο
Τσιούδα : Πολύ μικρή ποσότητα
Τσιουκαρούδ(ι) : Μικρό ύψωμα
Τσιουκαρούδ(ι) : Νεκροταφείο
Τσιπούν(ι) : Τρίχινη κάπα
Τσιράπ(ι) : Πήλινο δοχείο νερού για κότες
Τσ’νώ : Κλωτσώ
Τσουράπια :
Τσουτσούρα : Πέος
Τσίρλους : Ευκοίλια
Τσιρνουπούλια : Κλωσσόπουλα
Τσιτσιλιάνους : Κορυδαλλός
Τσούτσου : Αβάφτιστο κορίτσι
Τσιτσί : Κρέας
Τσκάλ(ι) : Τσουκάλι
Τσ’νιάρκου : Ζωντανό που τσινάει
Τφάν(ι) : Κακοκαιρία
---------------------------------------------------------- Φ.
Φανάρι : Τετράγωνο πλαίσιο με σίτα που εκτελούσε χρέη ψυγείου
Φανίζουμι : Ενθουσιάζομαι Φανίσκι μόλις μ’ είιδι
Φάρα : Κακό συγγενολόι
Φαραόν(ι) : Σκληρός, δύστροπος & κακοκαιρία
Φαφλιάρ’κου : Μικρό σπουργίτι, χωρίς πούπουλα
Φιλιές : Το στρωμένο τραπέζι του αρραβώνα, γάμου
Φκιάνου : Φτιάχνω
Φ’λιά : Τραπέζωμα, φίλεμα
Φόβιους : Αυτός που προκαλεί φόβο, άγριος
Φόρτουμα : Σχοινί χοντρό για δέσιμο
Φουκαλνώ : Σκουπίζω
Φουκαλιά : Σκούπα
Φουλτακίδα : Φουσκάλα
Φουλτακιάζου : Γεμίζω φούσκες, αλεργία
Φουρκή : Μετρική μονάδα μήκους ίση με το άνοιγμα της παλάμης
Φούρλα : Στριφογύρισμα
Φουρλέτσ’κου : Έλικας, ανεμιστήρας
Φουρτουμέν(η) : Έγκυος
Φτασμίτ΄κου : Είδος ψωμιού, εφτάζυμο
Φτούδ(ι) : Μικρό, παιδικό αυτί
Φτούλ(ι) : Καρύδι βαμβακιού
Φύτσα : Έφτυσα
Φχώ : Βήχω
---------------------------------------------------------- Χ.
Χαδιάρ’κου : Χαϊδεμένο
Χαδιάρ’ς : Κανακάρης
Χαζούρ’κου : Έτοιμο
Χαϊάτ(ι) : Χαμηλό κτίσμα, εξωτερική αποθήκη
Χαϊνιά : Ανοησία, αναισθησία, βλακεία
Χαϊρλούδ’κα : Καλορίζικα
Χαϊρού(ι)ζ(ς)
Χαλίπα : Νύστα
Χαμνά : Άσχημα, όχι καλά
Χαμόραγκας : Τυφλοπόντικας
Χαραρ(ι)έτ(ι) : Ζόρισμα – Σικλέτ(ι)
Χαρτούδια : Παιχνίδι με τράπουλα
Χάσκους : Άσπρος, καθαρός
Χάφτας : Καθυστερημένος, με ανοιχτό στόμα
Χαχάλια : Μύτες, ακίδες
Χαχάμ’κου : Αβάφτιστο αγόρι
Χινόπουρου : Φθινόπωρο
Χιριτώ : Ασπάζομαι εικόνα
Χλιάρ(ι) - Χλιάρα : Κουτάλι
Χλιαρούδ’(ι) : Κουταλάκι
Χλιαρουθήκ(η) : Κουταλοθήκη
Χ(ι)νάρ(ι) : Αγριόχηνα
Χνιέρ(ι) : Φάρσα
Χούϊ : Ελάττωμα
Χουλιασμένους : Θυμωμένος
Χουλ(ι)κό : Σπυρί με πύον, συρίγγιο
Χουλ’νώ : Θυμώνω (χώλιασι, χουλιασμένους)
Χουζ’μέτια : Δουλειές του σπιτιού
Χούχουρ(η) : Στάχτη, άνω-κάτω (τάφκιασι χούχουρ(ι) ούλα)
Χραπαλίζ(ει) : Θορυβεί, έχει πάρει μπόσικα
Χτάζου : Βλέπω
Χτικιάρ’ς : Φθισικός
---------------------------------------------------------- Ψ.
Ψιχουλόους : Φαράσι
Ψυχουπαίδ(ι) : Θετός γιός, υπηρέτης
Ψυχουμέτρ(ι) : Απογραφή (ψυχών)
Ψυχρούδα : Ψύχρα, κρύο
Ψ’χή : Ψυχή
Ψουμουμέσαλου : Πανί που σκεπάζουν τα ψωμιά στις πινακωτές

ΠΟΥΛΙΑ
Αϊρούδ(ι)
Αντουμάχους
Αντουμουχαϊβανάς
Ασπρόκουλας
Γκαραβέλ(ι)
Γκουρατζ’νάς
Γραματκιέλ(ι)
Καρτάλ(ι)
Κιτρινέλ(ι)
Κράκ(ι)
Κρασουπούλα
Λουρίτ’ς
Μιγαρέλ(ι)
Ντριτζβίλα
Ουρτυκουμάνα
Ουρτυκουχάϊβανου
Ουτίδ(ι)
Παπαδέτ’ς
Πιπιρίτ’ς
Πλακουκούρνα
Πλιάγκουρας
Σπιντσιέλα
Σταφλάς
Συκουμιγαρέλα
Τζιουρτζιόν(ι)
Τζούν
Τρυπουσάκ’ς
Τσιαμουρτζέλ(ι)
Τσικτσής
Τσιτσιλιάνους
Τσλιουράς
Φαφλιάρ’κου
Χαϊβανάς
Χιλδόν(ι)
Χ(ι)νάρα

ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΦΡΑΣΕΙΣ
• Γκουντρουγκούλ’σι βούργια κι τουν καρσιλάτσι στου ζνίχ(ι)
• Κουλουμπούρτσι βούργια κι τουν καρσιλάτσι στου ζνίχ(ι)
• Γιράνσι σούστα κι γκλιούνταν του μλάρ(ι) καταή
• Σκατά μια γκβάρα
• Τσ’ έδιαβι ούλνι στου μπλάλου
• Του σκλί, διρμάτ(ι) δε γένιτι
• Να δουκθείς να σ’μάσουμι τα κατούνια
• Δε πρόκανι να τσιάκσ(ι) ντίπ
• Ένα γόνα νιρό
• Μπίτσαν γκαζγιές ζουμ
• Γίνκι μπάμπα μ’
• Κουμάτια κι παρτσιάδια να γιέν’
• Ζντ’ διαβόλ’ τη μάνα να πας
• Αρα θα μας μάσ’. Μ’ άς μας μάσ’.
• Μι του νούτ’ μπαϊράμ(ι) φκιάν(ει)
• Μπριάστ καταή
• Μι γκιώθκι κι τσ’ έμασι
• Ούτι γκούκ, ούτι μούκ
• Γκούκ μούκ δεν εχ(ει)
• Ούμπας πλιά
• Άρα, φούσκου τα μάγ’λα σ’
• Βαρείτει, ανασιένει
• Θα παρ’ς τα κουλιά σ’
• Σια πίσου πατσιές
• Πατσιά κι νού
• Θα ντ’ μπάρ’ς ντ’ μπαχαριά σ’
• - Πάλι μι σ΄κώθκι βλουϊμένους (ο βαρδάρης)
Να γυρίσου βουλ(ι)κά Μήτσιουμ’ ;
• Ταχιά τν’ άλλ(η)

ΔΙΑΦΟΡΑ
Καβουρντζμένου
Στουμπζμένου
Βιλέντσα
Πιδί
Πιδούδ(ι)
Γρούν(ι)
Γρουνούδ(ι)
Κουρίτσ(ι)
Κουρτσούδ(ι)
Πουδάρ(ι)
Λιμός
Κρουμίδ(ι)
Ανάπουδου
Σκνί
Πλί
Μνί
Βζί
Ψ’χή
Κφό
Πούπλου
Κλιά
Ντγάν(ι)
Σιρνικός
Κλησιά
Μλάρ(ι)
Στχιό
Τσαλουνίκ(η)
Ξουζουνέ
Τραντάφλου
Κουκλώνου
Μπλασταρώθ’κα
Μάγ’λα
Κουκ’νάρα
Ζ’ντ’τσέπ(η)
Γρούνα τσ’Σχουλής
Σφούξτου γλήγουρα