ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΓΕΡΟΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

Βαγγέλης Γεροβασιλείου: «Να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού τη μοναδική οινική πολιτιστική κληρονομιά μας»
Ο ΟΙΝΟΠΟΙΟΣ Βαγγέλης Γεροβασιλείου κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην ομάδα των ανθρώπων του ελληνικού κρασιού και αυτό το αναγνωρίζουν όχι μόνο οι φίλοι και συνεργάτες του, αλλά και οι ανταγωνιστές του. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του ως οινολόγος, βρέθηκε στο επίκεντρο όλων των διεργασιών και τάσεων που οδήγησαν στην αναγέννηση του ελληνικού αμπελώνα και του ελληνικού κρασιού.
Στη συνέχεια, ως παραγωγός ο ίδιος, υιοθέτησε πρότυπα και καθιέρωσε μεθόδους που οδήγησαν στη δημιουργία προϊόντων που θα έλεγε κανείς ότι αποτελούν το όνειρο κάθε παραγωγού και όχι μόνο στο χώρο του κρασιού: προϊόντων που συνδυάζουν την ποιότητα με τη σημαντική εμπορική επιτυχία. Επιπλέον, στην τριαντάχρονη πορεία του στο χώρο, δεν λησμόνησε ούτε για λίγο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος, που είναι ενθύμημα μιας πλούσιας πολιτιστικής παράδοσης και ιστορικής συνέχειας.
Το 2005 ήταν μια χρονιά με σημαντικές διακρίσεις για τον Βορειοελλαδίτη οινοποιό, αφού ανακηρύχθηκε ο καλύτερος οινοπαραγωγός της Ανατολικής Μεσογείου, στο πλαίσιο του διεθνούς διαγωνισμού International Wine & Spirit Competition 2005, ενώ η Ένωση Ελλήνων Δημοσιογράφων Οίνου τον βράβευσε ως την «Οινική προσωπικότητα της Χρονιάς» για την προσφορά του στην ελληνική οινοποιία. «Όταν σου απονέμουν διακρίσεις κάποιοι άνθρωποι σχετικοί με τον κλάδο σου, η τιμή είναι μεγάλη. Ιδιαίτερα όταν η διάκριση προέρχεται τόσο από την Ελλάδα όσο και από το εξωτερικό. Πιστεύω, όμως, πως ένας παραγωγός κρίνεται κάθε μέρα. Βιώνει καθημερινά την αγωνία να φτιάξει καλύτερα προϊόντα και αισθάνεται δικαιωμένος όταν βλέπει αυτά τα προϊόντα να γίνονται αποδεκτά» λέει ο ίδιος.
Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου γεννήθηκε το 1951 στην Επανομή, από γεωργική και αμπελουργική οικογένεια. Φοίτησε στη Γεωπονική Σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, απ' όπου το 1975 πήρε το πτυχίο του γεωπόνου, και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο του Bordeaux, απ' όπου πήρε διπλώματα οινολογίας, δοκιμαστή κρασιών, αμπελουργίας και τεχνολογίας οινολογικών μηχανημάτων. Το 1978 πήρε την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος οινολόγου Α' και το 1985 μετεκπαιδεύτηκε με υποτροφία της γαλλικής ACTIM στη Γαλλία.
Η απόφασή του να ασχοληθεί με την οινολογία ήρθε από... πείσμα όπως ο ίδιος παραδέχεται. «Μεγαλώνοντας σε γεωργική οικογένεια, με οικογενειακό -μικρό σε έκταση- αμπέλι, στράφηκα προς τη γεωπονία. Αργότερα, στα φοιτητικά μου χρόνια, στην επιλογή μου να σπουδάσω οινολογία έπαιξε ρόλο και η μυστικοπάθεια κάποιου χημικού που είχε εργαστήριο στη Θεσσαλονίκη. Πήγαινα για συμβουλές και αναλύσεις το οικογενειακό κρασί και στις ερωτήσεις μου συναντούσα απόλυτη μυστικοπάθεια. Αυτό με πείσμωσε και αποφάσισα να στρέψω τις σπουδές μου προς την οινολογία» λέει.
Αυτό το δημιουργικό πείσμα το συναντά κανείς σε όλες τις μετέπειτα επαγγελματικές προσπάθειες του κ. Γεροβασιλείου, από τις πρώτες του δραστηριότητες ως οινολόγου ως τις προσωπικές του επιχειρηματικές επιλογές. Μεγάλο σχολείο αποδείχτηκε, όπως ο ίδιος αναφέρει, η 23χρονη ενασχόλησή του ως οινολόγου στο Κτήμα Porto Carras, το πρώτο μεγάλο ελληνικό κτήμα οινοπαραγωγής.
«Εκεί είχα την τύχη να συνεργαστώ με πολύ αξιόλογες προσωπικότητες, όπως η οικογένεια του Γιάννη Καρρά, καθώς και ο ξακουστός καθηγητής του Bordeaux Emile Peynaud» αναφέρει. Η συνεργασία του μάλιστα με το «θρύλο» Emile Peynaud, ο οποίος ανακηρύχθηκε και «Οινολόγος του Αιώνα», έχει μείνει ανεξίτηλη στη μνήμη του και έχει επηρεάσει την πορεία του στο χώρο της οινολογίας. «Είναι η προσωπικότητα που θαυμάζω και μου έμαθε να βλέπω την οινολογία σαν τέχνη και όχι σαν καθαρή επιστήμη, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια, με αποτέλεσμα πολλά κρασιά να μοιάζουν γευστικά, όπως συμβαίνει με τις μπίρες» λέει με έμφαση ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου.
Η περίοδος αυτή ήταν ιδιαίτερα δημιουργική όχι μόνο για το ίδιο το Κτήμα, αλλά και για τις τάσεις που καθόρισαν την πορεία του συνόλου της ελληνικής οινοποιίας. Σε ένα σύντομο απολογισμό της περιόδου, ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου θυμάται: «Δημιουργήσαμε ορισμένα μεγάλα κρασιά (Chateau Carras, Λημνιό, Blanc de Blancs), που έδωσαν την ώθηση για νέο ξεκίνημα σε πολλές άλλες ελληνικές οινοποιητικές εταιρείες. Εκεί αναβιώσαμε την εξαίρετη ποικιλία της Μαλαγουζιάς. Αναβαθμίσαμε τις ελληνικές ποικιλίες Λημνιό, Ασύρτικο και Αθήρι, που εκείνη την εποχή δεν τις εκτιμούσαν δεόντως, και πρωτοδοκιμάσαμε την οινοποίηση στην Ελλάδα ξενικών ποικιλιών.»
Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου είναι από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της προώθησης των ελληνικών ποικιλιών αμπέλου. Η άποψή του είναι σαφής: «Μπαίνοντας κανείς βαθιά στο θαυμαστό κόσμο του κρασιού, βλέπει τις τεράστιες δυνατότητες των ανεξερεύνητων γηγενών ποικιλιών που έχουμε. Αυτό με συναρπάζει και με ωθεί στο να προσπαθώ, να κάνω όνειρα, ώστε πέρα από την ποικιλία Μαλαγουζιά, να φέρουμε στο προσκήνιο και άλλες ελληνικές ξεχασμένες ποικιλίες. Αυτή τη μοναδική οινική πολιτιστική κληρονομιά που κληρονομήσαμε, πρέπει να τη διαφυλάξουμε ως κόρη οφθαλμού και να τη μεταλαμπαδεύσουμε στις νεότερες γενιές.»
Η προσωπική του προσπάθεια στο Κτήμα Γεροβασιλείου ξεκίνησε το 1981, παράλληλα με την ενασχόλησή του στο Κτήμα Porto Carras.
Όπως ο ίδιος μάλιστα λέει, τα πρώτα 12 χρόνια της αναβίωσης του οικογενειακού αμπελώνα καλλιεργούσε σχεδόν μόνος του τα αμπέλια, σε μια ακόμη επίδειξη του περίφημου πείσματός του. Αρχίζοντας από μια έκταση μόλις 27 στρεμμάτων επέκτεινε -με τη βοήθεια της οικογένειάς του- το Κτήμα και το 1986 κυκλοφόρησε το πρώτο λευκό κρασί με την ονομασία Beau Soleil, που ήταν η ονομασία της περιοχής «Ηλιόλουστη» στη γαλλική απόδοσή της.
Όταν λίγα χρόνια αργότερα χρειάστηκε, για εμπορικούς λόγους, να αλλάξει την ονομασία του κρασιού -υπήρχε ήδη ένα εισαγόμενο γαλλικό κρασί με αυτό το όνομα- δίστασε, με τη σεμνότητα που τον χαρακτηρίζει, να βάλει το όνομά του στην ετικέτα, αλλά δεν υπήρχε άλλος δρόμος και η επιλογή αποδείχτηκε τελικά επιτυχής. «Η υποδοχή του πρώτου κρασιού που κυκλοφόρησε ήταν θετική, διότι το όνομά μου ως οινολόγος ήταν γνωστό στο εμπόριο και τους καταναλωτές, ενώ παράλληλα ήταν η εποχή που τα πρώτα μικρά κτήματα έκαναν την εμφάνισή τους και η ποιότητά τους ξεχώριζε» αναφέρει ο ίδιος. Σήμερα, ο 450 στρεμμάτων ιδιόκτητος αμπελώνας του Κτήματος Γεροβασιλείου περιλαμβάνει ελληνικές και διεθνείς ποικιλίες, όπως Ασύρτικο, Μαλαγουζιά, Λημνιό, Μαυρούδι, Μαυροτράγανο, Sauvignon Blanc, Chardonnay, Viognier, Syrah, Merlot και Grenache Rouge. Μέσα στον αμπελώνα έχει κατασκευαστεί το σύγχρονο οινοποιείο του Κτήματος, στο οποίο παράγονται κρασιά που έχουν διακριθεί με βραβεία στο εξωτερικό κι έχουν καταταχθεί ανάμεσα στα καλύτερα του κόσμου.
Η πιο πρόσφατη προσπάθεια του Βαγγέλη Γεροβασιλείου είναι η δημιουργία του Κτήματος «Βιβλία Χώρα» στο Κοκκινοχώρι Καβάλας, σε συνεργασία με τον οινολόγο και κουμπάρο του, Βασίλη Τσακτσαρλή.
Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου, που είναι και πρόεδρος της Ένωσης Οινοπαραγωγών του αμπελώνα Β. Ελλάδας, γνωρίζει καλά τα προβλήματα του ελληνικού κρασιού. Ο ίδιος εξηγεί: «Τα ελληνικά κρασιά, πριν από την εμφάνιση των κρασιών των νέων χωρών, είχαν μια σημαντική θέση στις αγορές του εξωτερικού.
Η ρετσίνα, το ημίγλυκο και εν συνεχεία τα άλλα ξηρά κρασιά, θεωρούνταν εξωτικά, φτηνά κρασιά, που συνδέονταν και με τις θερινές διακοπές και με αναμνήσεις των τουριστών στην Ελλάδα. Επίσης, η ελληνική φτηνή εστίαση, κυρίως στις ευρωπαϊκές χώρες, βοηθούσε στην εξαγωγή των ελληνικών κρασιών και του ούζου. Τα τελευταία χρόνια, η φθίνουσα πορεία των ελληνικών εστιατορίων του εξωτερικού, σε συνδυασμό με την εισροή φτηνών καλών κρασιών των νέων χωρών, επέδρασαν αρνητικά στις εξαγωγές ελληνικών κρασιών.
Σήμερα το κόστος των ελληνικών και γενικά των κρασιών των χωρών της ΕΕ είναι υψηλό σε σύγκριση με τις νέες χώρες. Στη Χιλή ο μηνιαίος εργατικός μισθός είναι 100 δολάρια και ξέρουμε ότι το εργατικό κόστος στο κρασί είναι το κυριότερο. Άρα, ο ανταγωνισμός σε επίπεδο ίδιας ποιότητας ποικιλιών κρασιού είναι άνισος και δεν βλέπω να υπάρχει μέλλον.» Έχοντας κατανοήσει τα προβλήματα, ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου πιστεύει ότι έχει βρει και τα όπλα να τα αντιμετωπίσει: «Υπάρχουν κάποια κρασιά που μπορούν να αντισταθούν σ' αυτή τη σύγχρονη κρίση: αυτά των ελληνικών ποικιλιών, των οποίων η προσωπικότητα και το στιλ θα αρέσουν στον ξένο καταναλωτή.
Γι' αυτά θα μπορέσει να πληρώσει κάτι περισσότερο, εφόσον τον ικανοποιούν. Πρέπει όμως να δουλέψουμε πολύ πάνω στις παραμέτρους που συνιστούν μία θετική παρουσία και αξιοποιούν την τυπικότητα ενός κρασιού στη συνείδηση του καταναλωτή και αυτές είναι η εικόνα, η τιμή και η γεύση του. Όλες είναι απαραίτητες και καμιά από μόνη της αρκετή.»
Αν και οι επιχειρηματικές του προσπάθειες έχουν στεφθεί από επιτυχία, ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου παραμένει άνθρωπος της γης. Αντιμετωπίζει την επιτυχία του με σεμνότητα, όταν λέει «αισθάνομαι δικαιωμένος, αλλά και τυχερός, διότι πολλές φορές και οι συγκυρίες, δεμένες με γνώσεις και εμπειρίες, βοηθάνε. Γι' αυτό πρώτα ευχαριστώ το Θεό κι εν συνεχεία τους φίλους συνεργάτες, τους ανθρώπους του κρασιού, αλλά και τους καταναλωτές που πίστεψαν στο κρασί μου». Ελέγχει ο ίδιος όλη τη διαδικασία παραγωγής στο Κτήμα, από τα πρώτα στάδια της καλλιέργειας ως την τελική οινοποίηση, και πειραματίζεται καθημερινά με τις ελληνικές ποικιλίες, φιλοδοξώντας να αναδείξει κι άλλες ξεχασμένες φτιάχνοντας καινούργια, μεγάλα κρασιά.
Εξακολουθεί να ζει στον τόπο καταγωγής του, στην Επανομή, δίπλα στο Κτήμα, καθώς αισθάνεται την ανάγκη να βρίσκεται κοντά στην παραγωγή, και επιθυμεί να συνεχίσουν την αμπελοοινική παράδοση της οικογένειας τα τρία παιδιά που έχει αποκτήσει με τη Σόνια Τζιώλα. Άλλωστε, όπως ο ίδιος λέει «η άνοδος της ποιότητας του κρασιού μιας περιοχής είναι υπόθεση πολλών γενεών. Όποιος ασχοληθεί με το κρασί και ζήσει τη μαγεία της παραγωγής του από το αμπέλι, ζει τη μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του».
Μουσείο αμπελοοινικής τέχνης
Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου αγαπά πραγματικά το προϊόν που φτιάχνει και αυτό το διαπιστώνει κανείς όχι μόνο από την εμμονή του για τη συνεχή βελτίωση των προϊόντων της αμπέλου, αλλά και από τον τρόπο που αντιμετωπίζει το κρασί ως αναπόσπαστο τμήμα της πολιτιστικής μας παράδοσης.
Χαρακτηριστικό δείγμα αυτών των προθέσεων είναι το μουσείο κρασιού που έχει δημιουργήσει μέσα στο οινοποιείο του, το οποίο ο ίδιος φροντίζει να εμπλουτίζει συνεχώς με καινούργια εκθέματα. Σπάνια πατητήρια, πολύ παλιά μπουκάλια κρασιού, βαρέλια, μηχανήματα, γεωργικά εργαλεία και κυρίως μια εκπληκτική συλλογή με ανοιχτήρια κρασιού, που είναι τμήμα του μουσείου και θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο. Για τη δημιουργία του μουσείου ο ίδιος λέει: «Η προσπάθεια ξεκίνησε πριν από 20 χρόνια, όταν έβλεπα εποχούμενους μεταπράτες να τριγυρίζουν στα σπίτια του χωριού μου και να μαζεύουν παλιά αντικείμενα, όπως γεωργικά εργαλεία, με τα οποία δουλέψαμε όταν ήμασταν μικροί και αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της προσπάθειάς μας να επιβιώσουμε, αλλά στη συνέχεια χάθηκαν από τον τόπο μας.
Τότε πείσμωσα και είπα θα σώσω ό,τι σώζεται και το αποτέλεσμα είναι ένα μουσείο αμπελοοινικής τέχνης, που δείχνει την πορεία της αμπέλου και του κρασιού της περιοχής μας και της χώρας μας. Το μουσείο επισκέπτονται πάνω από 5.000 άτομα το χρόνο, μεταξύ αυτών και σχολεία, κι έτσι μυούμε τη νεολαία στην οινική πολιτιστική μας κουλτούρα.»
Ο Βαγγέλης Γεροβασιλείου παραμένει άνθρωπος της γης, ελέγχοντας ο ίδιος όλη τη διαδικασία παραγωγής στο Κτήμα, από τα πρώτα στάδια της καλλιέργειας ως την τελική οινοποίηση.

http://www.naftemporiki.gr/t+z/story.asp?id=1205909